- ανόμιχλος
- ἀνόμιχλος, -ον (Α)ο χωρίς ομίχλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνόμιχλος — without mist masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek